- φορμίς
- (5ος αι. π.Χ.). Αρχαίος κωμικός ποιητής από το Μαίναλο της Αρκαδίας. Έζησε στη Σικελία, ως μισθοφόρος των τυράννων των Συρακουσών Ιέρωνα και Γέλωνα και στη συνέχεια ως παιδαγωγός των παιδιών του τελευταίου. Οπαδός της σχολής του Επιχάρμου, έγραψε διάφορες τραγωδίες, οι κυριότερες από τις οποίες τιτλοφορούνται Άδμητος, Αλκίνοος, Αλκυόνες, Ιλίου πόρθησις, Ίππος, Κηφεύς ή Κεφάλαια, Περσεύς και Αταλάντη. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Αριστοτέλη, ο Φ. ήταν ο πρώτος κωμικός ποιητής που άντλησε τα θέματά του από τη μυθολογία.
* * *-ίδος, ἡ, Α1. υποκορ. φορμίον*2. πλεκτό αλιευτικό όργανο, είδος κύρτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.